Πρόταση θεσμικής αναβάθμισης εν μέσω κρίσης
Στο επίκεντρο του δυναμικά εξελισσόμενου και ιδιαίτερα ανταγωνιστικού γεωπολιτικού περιβάλλοντος της Αν. Μεσογείου, Ελλάδα και Κύπρος καλούνται να διαχειριστούν εσωτερικές και περιφερειακές κρίσεις και ταυτόχρονα να ισχυροποιήσουν τη θέση τους στο διαμορφούμενο ενεργειακό σκηνικό, εν μέσω κολοσσιαίων οικονομικοπολιτικών συμφερόντων, σκληρών ανταγωνισμών, προκλήσεων ασφαλείας, αλλα και ευκαιριών συνεργασίας, όπως η στρατηγική συνεργασία Ελλάδας – Κύπρου – Ισραήλ.
Η ενεργειακή διάσταση των διεθνών σχέσεων εδώ καθίσταται ιδιαίτερα κρίσιμη, αν αναλογιστεί κανείς ότι τεράστια κοιτάσματα υδρογονανθράκων ευρίσκονται στη περιοχή με τη μεγαλύτερη αστάθεια.
Η Ελλάδα πάντοτε συμμετείχε ως χώρα-κλειδί στο περιφερειακό σύστημα ασφαλείας και, γνωρίζοντας τα προβλήματα και τις ιδιαιτερότητες της περιοχής, κατόρθωνε διαχρονικά να λειτουργεί σταθεροποιητικά. Σήμερα όμως, συμμετέχει ενεργά ως κύριος παίκτης-ιδιοκτήτης ικανών, όπως εκτιμάται, ενεργειακών κοιτασμάτων, εκτιθέμενη, έτσι, η ίδια, στο σκληρό ανταγωνισμό συμφερόντων ισχυρών ενεργειακών ομίλων και των κυβερνήσεων, πίσω ή μπροστά από αυτούς. Βιώνουμε την έναρξη μιας ιστορικής περιόδου με νέες παραμέτρους, όπου ο Στρατηγικός Σχεδιασμός και οι πολιτικές αποφάσεις του σήμερα θα καθορίσουν τη (θετική ή αρνητική) πορεία της Χώρας στον εικοστό πρώτο αιώνα. Η ευθύνη αυτή που βαρύνει τη σημερινη Ελλαδα, επομένως, είναι ιστορικής σημασίας.
Η κατανόηση του διεθνούς περιβάλλοντος και η ρεαλιστική αντιμετώπιση του, έχουν εδώ κομβική σημασία. Η χωρίς φοβικά σύνδρομα διεκδίκηση των συμφερόντων μας, βασισμένη πρώτα στις ίδιες δυνάμεις του ισχυρού Εθνικού μας Κεφαλαιου (national assets), ή/και κατά περίπτωση, η σύνδεση τους με το συλλογικό συμφέρον ενός Ενωμένου Πόλου Ισχύος (όπως η ΕΕ) ή μιάς Συμμαχίας (όπως το ΝΑΤΟ), μπορεί να επιφέρει και πρόσθετο κέρδος (π.χ. φύλαξη συνόρων-δρομολόγηση αγωγών).
Η απαιτούμενη προβολή ισχύος και η επιτυχία μιάς Στρατηγικής Εθνικής Ασφαλείας και ενός Εθνικού Συστήματος Χειρισμού Κρίσεων, συναρτάται με την υψηλή ποιότητα και την αποτελεσματικότητα των βασικών παραγόντων εθνικής ισχύος.
Όμως,
οι ποικίλες δυσμενείς επιπτώσεις των περικοπών στις Ένοπλες Δυνάμεις, στα Σώματα Ασφαλείας και στο Διπλωματικό Σώμα,
η υποθήκευση της Εθνικής Οικονομίας και της Εθνικής Περιουσίας στους δανειστές,
η διάσπαση της Κοινωνικής Συνοχής και Αλληλεγγύης, με τη φτωχοποίηση έως και εξαθλίωση μεγάλου μέρους των πολιτών,
η απουσία ενός συμπαγούς εσωτερικού μετώπου στους μείζονες εθνικούς στόχους,
η αναξιοποίητη ισχύς της Ομογένειας στο σύνολό της,
σε συνδυασμο με τα χρονίζοντα ανοικτά Εθνικά θέματα, όπως:
το Κυπριακό,
οι βλέψεις και οι μονομερείς διεκδικήσεις της Τουρκίας σε Θράκη και Αιγαίο,
η προστασία των δικαιωμάτων της ομογένειας στην Αλβανία και ο Αλβανικός μεγαλοϊδεατισμός,
η (μονομερής) ανακήρυξη της ΑΟΖ,
η ονοματοδοσία της FYROM,
η αντιμετώπιση της λαθρομετανάστευσης,
η καταπολέμηση της διαφθοράς,
προμηνύουν κρίσιμες εξελίξεις, εγείρουν θέματα ιστορικής ευθύνης και προκαλούν σημαντικές δυσλειτουργίες στο υπάρχον θεσμικό πλαίσιο σχεδίασης Υψηλής Στρατηγικής και Χειρισμού Κρίσεων. Ενόψει δε της μεγάλης κινητικότητας στο ιδιαιτερα ασταθες γεωπολιτικό μας περιβάλλον, αλλα και των υψηλών απαιτήσεων των νέων οικονομικο-πολιτικών μας στόχων, επιβάλλεται, το θεσμικό αυτό πλαίσιο να ενισχυθεί άμεσα με ένα νέο, δομικό, σύγχρονο και μόνιμο συντονιστικό επιτελικό όργανο, για την έγκαιρη και συστηματική σχεδίαση, προετοιμασία, υλοποίηση και αξιολόγηση της Στρατηγικής Εθνικής Ασφαλείας.
Το προτεινόμενο όργανο - που λειτουργεί επιτυχώς σε πλειάδα δυτικών και όχι μόνον Κυβερνήσεων - είναι το Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας (ΣΕΑ), υποστηρικτικού χαρακτήρα προς τον Πρωθυπουργό, το Υπουργικό Συμβούλιο, αλλά και προς το ΚΥΣΕΑ, το οποίο μέχρι σήμερα χαρακτηρίζεται από έλλειψη υποστηρικτικών μηχανισμών με θεσμική υπόσταση, αδυνατώντας να επεξεργαστεί εκ των προτέρων τα δεδομένα, κατά το χρόνο, δηλαδή, που προηγείται μιας κρίσης. Βρίσκεται συνεπώς προ τετελεσμένων, τα οποία και καλείται να αντιμετωπίσει με ad hoc διευθετήσεις, στερούμενο έτσι υψηλού βαθμού προετοιμασίας, συνέχειας και ενεργού θεσμικής μνήμης. Η κρίση των Ιμίων με όλες τις δυσμενείς επιπτώσεις της, θα είχε μετά βεβαιότητας εξελιχτεί διαφορετικά, εάν τότε λειτουργούσε το ΣΕΑ.
Με βάση τα διεθνή δεδομένα (ΗΠΑ, Ρωσία, Τουρκία, Κίνα, Γαλλία, Ισραήλ, Ηνωμένο Βασίλειο κ.α.), σε κράτη που έχουν εμπεδώσει στη στρατηγική τους αντίληψη την «θεσμικότητα» της εθνικής ασφαλείας, ο ρόλος του ΣΕΑ αποδείχθηκε ιδιαίτερα χρήσιμος στην προετοιμασία και στην οργάνωση των εσωτερικών δομών άμυνας και ασφάλειας, για τη προστασία των εθνικών συμφερόντων και την υποστήριξη των διεκδικήσεων τους, την κινητοποίηση της Ομογένειάς τους και την υπεράσπιση των δικαιωμάτων των πολιτών τους διεθνώς.
Αντίθετα, η αντίληψη της εθνικής ασφάλειας και της εθνικής πολιτικής με όρους μικροπολιτικής και παρορμητισμού, αναδεικνύει την παθογένεια της πολιτικής μας ζωής, της οποίας η πολύτιμη δυναμική σπαταλείται ασκόπως στις αδιέξοδες ατραπούς της συνθηματολογίας, της συνομωσιολογίας, των «εμπιστευτικών» σεναρίων διαφόρων «κέντρων» και «κύκλων», ανάγοντας συχνά τα ασήμαντα σε σημαντικά. Με τέτοιες προϋποθέσεις και η ικανότερη Ηγεσία αδυνατεί να ανταποκριθεί, αν δεν έχει στη διάθεσή της υψηλής (πολιτικής) τεχνολογίας εργαλεία, προς αντιμετώπιση κρίσεων, όπως αυτές που συνδέονται με την τρομοκρατία, με πολιτικά φορτισμένα εγκλήματα, με επιθέσεις στον Κυβερνοχώρο, με «θερμό» επεισόδιο στην περιοχή, με παρακολουθήσεις και υποκλοπές, με παράνομη είσοδο υπόπτων στη χώρα, αλλά και κρίσεις που συνδέονται με την πολιτική προστασία, με τις φυσικές και τις ανθρωπογενείς καταστροφές.
Σχετικός ιδρυτικός νόμος θα ορίσει τη δομή, οργάνωση, στελέχωση και λειτουργία του ΣΕΑ, θέτοντας ταυτόχρονα τα όρια των αρμοδιοτήτων, ενεργειών και παρεμβάσεών του για την προστασία των ατομικών δικαιωμάτων των πολιτών. Ο διοριζόμενος από τον Πρωθυπουργό Σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας, επικεφαλής του ΣΕΑ, και ο Γενικός Γραμματέας, θα έχουν θητεία πέραν του τετραετούς εκλογικού ορίζοντα, ενώ η όλη σύνθεση απηχεί τον μόνιμο εθνικό - και όχι κομματικό - χαρακτήρα του ΣΕΑ.
Η συντονισμένη Εθνική στόχευση, είναι το τελευταίο ανάχωμα απέναντι στη καταστροφική νοοτροπία της ιδιοτέλειας και της απληστίας των πρόθυμων θεραπαινίδων των ολίγων του οικονομικοπολιτικού μας συστήματος, που μας έφερε μέχρις εδώ, δρώντας επί δεκαετίες αδίστακτα, παρακάμπτοντας ατιμωρητί τους αδύναμους θεσμικούς φραγμούς και τις χαλαρές άμυνες που το ίδιο έχει επιβάλλει για την απρόσκοπτη δράση του (π.χ. νόμος περί ευθύνης Υπουργών), Οι κατά καιρούς αντιστάσεις έντιμων πολιτών και πολιτικών, χάθηκαν η χάνονται στους υπονόμους της κατευθυνόμενης αργυρώνητης «ενημέρωσης» και στην έντεχνα επιβληθείσα ισοπεδωτική αντίληψη ότι «όλοι είναι ίδιοι». Στην τραγωδία αυτή δεν υπάρχει κάθαρση, ούτε και από μηχανής Θεός. Υπάρχουν μόνον βαριές και απαράγραπτες ιστορικές ευθύνες.
Είναι πλέον καιρός να παύσουν από τους αφόρητα πιεζόμενους συμπολίτες μας να ζητούνται άλλες καθημερινές θυσίες, αφού καμία δεν πρόκειται να έχει την αποτελεσματικότητα που θα είχε η θυσία της ιδιοτέλειας του οικονομικοπολιτικού μας συστήματος στο θυσιαστήριο της Εθνικής Σκοπιμότητας.